λειόσπερμος

λειόσπερμος
-η, -ο
(για φυτό) αυτός που έχει λεία σπέρματα, δηλαδή χωρίς τρίχες, αυλακώσεις ή σαρκώδεις αποφύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. έν-σπερμος, μονό-σπερμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”